-
1 опечатка
опечатка ж το τυπογραφικό λάθος· список \опечаткаок τα παροράματα* * *жτο τυπογραφικό λάθοςспи́сок опеча́ток — τα παροράματα
-
2 замеченный
замеченн||ый1. прич. от замечать·2. прил πού παρατηρήθηκε, πού σημειώθηκε:\замеченныйые опечатки παροράματα πού σημειώθηκαν.
См. также в других словарях:
παροράματα — παρόραμα oversight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόραμα — το, ατος λάθος από αβλεψία, παρατύπωμα, αβλεψία: Στη δεύτερη έκδοση διορθώθηκαν τα παροράματα του βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)